- εκσφονδυλίζω
- ἐκσφονδυλίζω και ἐκσπονδυλίζω (Α)σπάζω τη σπονδυλική στήλη, εκτραχηλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εκσπονδυλίζω — ἐκσπονδυλίζω και ἐκσφονδυλίζω (Α) εκτραχηλίζω* 1. (για άλογο) απορρίπτω τον αναβάτη από τον τράχηλό μου, γενικώς απορρίπτω, καταρρίπτω 2. σπάζω τον τράχηλο κάποιου … Dictionary of Greek